- μεσάρι
- το1. ο μισός δρόμος2. το μισό τού κιλού3. ο μεσότοιχος4. (για βυτία και δοχεία) αυτός που είναι γεμάτος ώς τη μέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέση ή μέσο + υποκορ. κατάλ. -άρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσαριά — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 139 κάτ.) της Κερκύρας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, 28 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Γεωργίου του νομού Κέρκυρας. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek